αφύτρωτος

αφύτρωτος
bitmemiş, yeşermemiş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αφύτρωτος — η, ο αυτός που δε φύτρωσε, δε φάνηκε ακόμη: Τα στάρια ήταν αφύτρωτα. – Είχε το μουστάκι ακόμη αφύτρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για …   Dictionary of Greek

  • ανάμυστος — η, ο αυτός που δεν βλάστησε, αβλάστητος, αφύτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναμυστός < αναμύω «βλαστάνω, φυτρώνω». Η αρνητική σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”